-
1 ζύμωσις
A fermentation, Pl.Ti. 66b, Plu.2.659b, Gal.16. 661; ἥπατος ζύμωσις a swelling of the liver, Hp.Epid.4.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζύμωσις
См. также в других словарях:
ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… … Dictionary of Greek